Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

5 χρόνια μετά !!!

Ναι σωστά το κατάλαβες. Σε βαρέθηκα. Με απογοήτευσες. Στάθηκες κατώτερος των χειρότερων προσδοκιών μου. Είχα την φρούδα ελπίδα ότι με τόσα συνταρακτικά να συμβαίνουν τριγύρω σου θα είχες ξυπνήσει από τον βαθύ σου ύπνο. Κι εσύ κατάντησες χειρότερος. Ανάξιος της γενιάς και του αίματός σου.

"Τον Περικλή ονειρεύεσαι, μα Χασεκής σου πρέπει"

...και αυτόν θα έχεις στο τέλος.... Και ότι κατάλαβες, κατάλαβες. 

Δεν με εκπλήσσεις όμως, μα τον Θεό. Έλεγα "όλα θα πάνε καλά". Παρασύρθηκα. Καλά λέω ότι η αισιοδοξία είναι το καταφύγιο των ηλιθίων, αυτών που δεν έχουν συναίσθηση τι γίνεται γύρω τους, που δεν ακούνε τον ήχο των πλησιαζόντων γεγονότων. Το τραγικό είναι ότι περνιέσαι και για ξύπνιος, τρομάρα σου. Λες από μέσα σου "την βγάλαμε και φέτος, ελίχθηκα, τρύπωσα, φίλησα κατουρημένες ποδιές, έκανα τρελές κωλοτούμπες, αλλά τα κατάφερα. Τους την έφερα και πάλι η πονηρός. Εγώ επέζησα κι ας ψοφάνε οι  τριγύρω μου". Εκεί έχει φτάσει το μέγεθος της αμορφωσιάς σου, της κουτοπονηριάς σου, αλλά κυρίως της ηλιθιότητάς σου. Το τυράκι το είδες την φάκα όμως όχι.... Ετοιμάσου λοιπόν. Έρχονται οι "ένδοξες" μέρες που περιμένεις.... Μέσα απ΄το γύρισμα των κύκλων βαδίζεις με μαθηματική ακρίβεια στο να ζήσεις τους έσχατους καιρούς. Και μου απέδειξες περίτρανα, ότι κάνω πλέον πολύ καλά που εύχομαι αυτή η στιγμή να έρθει το συντομότερο δυνατόν, ελπίζοντας στην νέα γέννα μέσα από τα χαλάσματα του ηθικού και πνευματικού σου ξεπεσμού καθώς και του άκρατου ατομισμού σου.

Βαρέθηκα ειλικρινά. Εσένα και τους ομοίους σου. Δεν θα κάνω τον κόπο να σου εξηγώ πλέον, δεν σου αξίζει. Τα διαγράφω όλα. Μένει μόνη η αρχή για λόγους ιστορικότητας. 

Ωδή έκτη, "αί ευχαί" αφιερωμένες σε σένα νεοέλληνα απ΄τα 1825, του μεγίστου Κάλβου.

Άσε με τώρα να περιτριγυρίζω το εαυτό μου με τους λίγους που έχουν την ίδια αποστολή με εμένα...

α´
Τῆς θαλάσσης καλήτερα
φουσκωμένα τὰ κύματα
῾νὰ πνίξουν τὴν πατρίδα μου
ὡσὰν ἀπελπισμένην,
ἔρημον βάρκαν.
β´
῾Στὴν στεριάν, ῾ς τὰ νησία
καλήτερα μίαν φλόγα
῾νὰ ἰδῶ παντοῦ χυμένην,
τρώγουσαν πόλεις, δάση,
λαοὺς καὶ ἐλπίδας.
γ´
Καλήτερα, καλήτερα
διασκορπισμένοι οἱ Ἕλληνες
῾νὰ τρέχωσι τὸν κόσμον,
μὲ ἐξαπλωμένην χεῖρα
ψωμοζητοῦντες·
δ´
Παρὰ προστάτας ῾νἄχωμεν.
Μὲ ποτὲ δὲν ἐθάμβωσαν
πλούτη ἢ μεγάλα ὀνόματα,
μὲ ποτὲ δὲν ἐθάμβωσαν
σκήπτρων ἀκτῖνες.
ε´
Ἂν ὁπόταν πεθαίνῃ
πονηρὸς βασιλεὺς
ἔσβυν᾿ ἡ νύκτα ἕν᾿ ἄστρον,
ἤθελον μείνει ὀλίγα
οὐράνια φῶτα.
ς´
Τὸ χέρι ὁποὺ προσφέρετε
ὡς προστασίας σημεῖον
εἰς ξένον ἔθνος, ἔπνιξε
καὶ πνίγει τοὺς λαούς σας,
πάλαι, καὶ ἀκόμα.
ζ´
Πόσοι πατέρες δίδουσιν,
ὄχι ψωμί, φιλήματα
῾ς τὰ πεινασμένα τέκνα τους,
ἐν ᾧ λάμπουν ῾ς τὰ χείλη σας
χρυσὰ ποτήρια!
η´
Ὅταν ὑπὸ τὰ σκῆπτρά σας
νέους λαοὺς καλεῖτε,
νέους ἱδρῶτας θέλετε
ἐσεῖς διὰ ῾νὰ πληρώσητε
πλουσιοπαρόχως,
θ´
Τὰ ξίφη ὁποὺ φυλάγουσι
τὰ τρέμοντα βασίλειά σας,
τὰ ξίφη ὁποὺ τρομάζουσι
τὴν ἀρετήν, καὶ σφάζουσι
τοὺς λειτουργούς της.
ι´
Θέλετε θησαυροὺς
πολλοὺς διὰ ῾ναγοράσητε
κρότους χειρῶν καὶ ἐπαίνους,
καὶ τ᾿ ἄπιστον θυμίαμα
τῆς κολακείας.
ια´
Ἡμεῖς διὰ τὸν σταυρὸν
ἀνδρείως ὑπερμαχόμεθα
καὶ σεῖς ἐβοηθήσατε
κρυφὰ τοὺς πολεμοῦντας
σταυρὸν καὶ ἀλήθειαν.
ιβ´
Διὰ ῾νὰ θεμελιώσητε
τὴν τυραννίαν τιμᾶτε
τὸν σταυρὸν εἰς τὰς πόλεις σας,
καὶ αὐτὸν ἐπολεμήσατε
εἰς τὴν Ἑλλάδα.
ιγ´
Καὶ τώρα εἰς προστασίαν μας
τὰ χέρια σας ἁπλόνετε!
τραβήξετέ τα ὀπίσω·
βλέπει ὁ θεὸς καὶ ἀστράπτει
διὰ τοὺς πανούργους.
ιδ´
Ὅταν τὸ δένδρον νέον
ἐβασάνιζον οἱ ἄνεμοι,
τότε βοήθειαν ἤθελεν,
ἐνδυναμώθη τώρα
φθάνει ἡ ἰσχύς του.
ιε´
Τὸ ξίφος σφίγξατ᾿ Ἕλληνες -
τὰ ὀμμάτιά σας σηκώσατε -
ἰδού - εἰς τους οὐρανοὺς
προστάτης ὁ θεὸς
μόνος σας εἶναι.
ις´
Καὶ ἂν ὁ θεὸς καὶ τ᾿ ἄρματα
μᾶς λείψωσι, καλήτερα
πάλιν ῾νὰ χρεμετήσωσι
῾ς τὸν Κιθαιρῶνα Τούρκων
ἄγριαι φορᾶδες.
ιζ´
Παρά.... Αἴ, ὅσον εἶναι
τυφλὴ καὶ σκληροτέρα
ἡ τυραννίς, τοσοῦτον
ταχυτέρως ἀνοίγονται
σωτήριοι θύραι.
ιη´
Δὲν μὲ θαμβόνει πάθος
κανένα· ἐγὼ τὴν λύραν
κτυπάω, καὶ ὁλόρθος στέκομαι
σιμὰ εἰς τοῦ μνήματός μου
τ᾿ ἀνοικτὸν στόμα.

... γιατί ο αγώνας για την απελευθέρωση δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και δεν θα σταματήσει ποτέ ...