Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2017

Et in Arcadia ego - Μέρος Πρώτον

Nicolas Poussin (also known as Les bergers d'Arcadie or The Arcadian Shepherds) 1637–38


Η ιερή και ζωντανή Ελληνική φύση σε συνδυασμό με την βαθιά ιστορία, που την συνοδεύει σε κάθε σπιθαμή της, ήταν ανέκαθεν πηγή έμπνευσης και δημιουργίας από την εποχή της Αναγέννησης, τους ρομαντικούς, παρόλο που παραπέμπει στο κλασικό παρελθόν, αλλά και τους μετέπειτα παρνασσιστές. Αποκορύφωμα της έμπνευσης αυτής υπήρξαν τα βουκολικά τοπία της Αρκαδικής γης από την εποχή του Θεόκριτου (310-250 π.Χ.) του Βιργιλίου (42 π.Χ.), του Jacopo Sannazaro των Μεδίκων (1504), του Sir Philip Sidney (1580 και 1584) και τόσων άλλων, τους πίνακες του Poussin και Guercino, που θ’ αναφερθώ παρακάτω, έως τον Goethe και την Ιταλική του Εκδρομή (1816-17), τον Schiller, τον μεγάλο Friedrich Nietzsche (1880). Είναι το ίδιο κίνητρο, που ώθησε τους πρώτους ευρωπαίους περιηγητές έκθαμβους ν’ αναζητήσουν την χαμένη ομορφιά της ελληνικής φύσης, αυτήν την φορά όχι ως κατακτητές, τυχοδιώκτες, έμποροι ή μισθοφόροι σολδάτοι, αλλά ως ιδεαλιστές, ρομαντικοί ιππότες της τέχνης και των γραμμάτων, που προσπαθούν ν’ ανακαλύψουν τις ρίζες του ονείρου, του θρύλου και του ιδανικού, που χάθηκαν μέσα στα σκοτάδια του μεσαίωνα ως αποτέλεσμα της πτώσης του άστρου της Ανατολής. 

Στην Αρκαδία η ζωή είναι μια πολύ παλιά ιστορία. Ήταν η μόνη περιοχή της Πελοποννήσου που δεν υποτάχθηκε στους Δωριείς. Ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Διόδωρος, ο Παυσανίας, βεβαιώνουν ότι η Αρκαδία έμεινε αλώβητη από την αναστάτωση που επέφεραν οι Ηρακλείδες. Οι Αρκαδικοί Πελασγοί πίστευαν ότι ήταν οι μόνοι αυτόχθονες της Πελοποννήσου, σαν λείψανα ενός χαμένου κόσμου. Μια φυλή αρχαιότερη και από το ίδιο το φεγγάρι. Οι μύθοι επιμένουν πως εδώ γεννήθηκε η ζωή. Οι Ρωμαίοι για να εκφράσουν τον θαυμασμό τους την είπαν Arca Deorum, Κιβωτό του Θεού. Η αναγέννηση όμως κωδικοποίησε το αρκαδικό μυστικό σε μια αινιγματική φράση.                             
                                                      «Et in Arcadia ego»
Nicolas Poussin 1627 version

H όμορφη Αρκαδία λοιπόν, στα αρχαϊκά της όρια, συμπεριλαμβανομένης της πατρίδας του γράφοντος, της ορεινής περιοχής του Φενεού, η τόσο γνώριμη, οικεία και αγαπητή, ξεφεύγει από τα ανθρώπινα γεωγραφικά πεπερασμένα όρια που την ορίζουν και υψώνεται στην σφαίρα του ιδεατού, του υπερβατικού ανοίγοντας νέα μονοπάτια προς τον Ελικώνα. Η Αρκαδία είναι η γη της ουτοπίας, που τόσο πολύ έχει ανάγκη ο σύγχρονος αλλοτριωμένος άνθρωπος. Είναι ο κρυμμένος βαθιά μέσα του αρχέγονος ιδεατός προορισμός, που καταλήγει στις ρίζες του «είναι» του, τον οποίο προσπαθεί να ανασύρει ώστε να αναφωνήσει «κι εγώ από την Αρκαδία είμαι». Μακριά από την πολύβουη αστική ζωή, η ζωή στην αρκαδική ύπαιθρο των υπέροχων κήπων, των λιμνών, των δασών, των πανέμορφων νυμφών και δρυάδων, που υμνούν τον Πάνα, ο οποίος τριγυρνά στα βουνά σκορπώντας τις μελωδίες του αυλού του, ενσαρκωτής βουκολικών διαλόγων και θεμάτων. Σ’ έναν διάχυτο ερωτισμό, η προσέγγιση με την αρκαδική φύση γίνεται μυσταγωγία και ο ποιμενικός πρωτογονισμός  ενσάρκωση της αρμονίας του κόσμου, κάτι που πρώτα εκφράζεται και στους Ορφικούς Ύμνους.  Εκεί στην νεφελοσκέπαστη Κυλλήνη και το περίφημο σπήλαιό της είναι ο τόπος γέννησης του χρυσόραβδου, ψυχοπομπού Ερμή, προστάτη των βοσκών και των αιγοπροβάτων. Είναι η γη των υπερόχων λιγερόκορμων θυγατέρων, των αρρενωπών ημίγυμνων βοσκών, που συμβολίζουν την αγνότητα, την ειδυλλιακή ζωή, την ηρεμία, την χαρά, αλλά και σ’ έναν φιλοσοφικό στοχασμό, την φυσική τάξη των πραγμάτων, το μεγαλείο της σοφίας της φύσης, την ελευθερία από τα δεσμά της καθημερινότητας, την σκλαβιά της συνήθειας.
Giovanni Francesco Barbieri (Guercino), from c. 1618–1622

Βλέποντας τους νεαρούς βοσκούς να περιεργάζονται έναν τάφο και μια μυστηριώδη φράση, παρουσία μιας γυναικείας μορφής, σύμφωνα με τους μελετητές των έργου αλλά και τον βιογράφο του ιδίου του Poussin, πίσω από το “et in Arcadia ego” κρύβονται κι άλλα πράγματα. Τα ηλιόφωτα βουκολικά τοπία της Αρκαδίας δίνουν την θέση τους σε ομιχλώδη, σκιερά, συννεφιασμένα, μυστηριακά μέρη. Η εφήμερη χαρά για τις ομορφιές της φύσης δίνει τη θέση της σε μια μελαγχολία και στην περίφημη φράση ένα διαφορετικό νόημα... «είμαι κι εγώ θαμμένος εδώ στην γη της Αρκαδίας». Τις προθέσεις του Poussin αντιλαμβάνεται κανείς εάν γνωρίζει ένα προγενέστερο έργο, που η εν λόγω φράση απαντάται για πρώτη φορά, φιλοτεχνημένο από έναν μπαρόκ καλλιτέχνη επ’ ονόματι Guercino (Giovanni Francesco Barbieri) και την δική του εκδοχή του «et in Arcadia ego», με ασφαλές συμπέρασμα ότι υπονοείται ο θάνατος ή έστω ο νεκρός βοσκός και να μας υπενθυμίσει ότι το έναυσμα και η απαρχή για κάθε είδους καλλιτεχνική δημιουργία, υπήρξε η συνειδητοποίηση από τον άνθρωπο της αναπόφευκτης θνητότητάς του.
Έτσι ερχόμαστε αντιμέτωποι, μέσα από μια βαθιά αντίθεση αλλά σε ισορροπημένη αρμονία, που συμφιλιώνει τ’ αντικρουόμενα, με την θέα της αγνής παρθένου και της όμορφης ειδυλλιακής φύσης από την μια και την ιδέα του θανάτου, της φθοράς και του τέλους από την άλλη, συμβολιζόμενη από ένα κρανίο. ‘Έτσι καλούμαστε να βαδίσουμε συνειδητοποιημένοι απέναντι στο κυρίαρχο φαινόμενο του θανάτου με την πεποίθηση ότι αυτός είναι το βέβαιο, το ασφαλές, το δεδομένον και ως εκ τούτο να συμβιβαστούμε με την ιδέα.
The Shugborough relief, adapted from an engraving of Poussin's second version.

Η φράση «et in Arcadia ego», όπως κι αν την ερμηνεύσει κανείς, θα συμβολίζει για πάντα την ανάγκη του ανθρώπου να κοιτάξει κατάματα βαθιά στις ρίζες του, όχι για να ξεφύγει από το άσχημο παρόν, αλλά για να βρεί τον χαμένο εαυτό του και την πορεία του προς το μέλλον, μια πορεία που δεν μπορεί να είναι αποκομένη από τον συναισθηματικό και πνευματικό του κόσμο. Είναι η προσταγή ν’ ανακαλύψουμε την δική μας «Αρκαδία», να σφετεριστούμε προσωρινά την εξουσία του θανάτου, που είναι ο νόμιμος κυβερνήτης του σύμπαντος, να ενθυμηθούμε τους αγαπημένους, να ελέγξουμε τις αγωνίες μας, να συμφιλιωθούμε με τα συναισθήματα, να ξεπεράσουμε την απομόνωση και διευκολυνθούμε στην έκφραση του ανέκφραστου χωρίς να ξεχάσουμε ποτέ ότι κάθε παράδεισος είναι προσβεβλημένος από την θνητότητα, αλλά και ότι μόνο ένας τέτοιος παράδεισος μπορεί να δώσει αξία στον ίδιο τον θάνατο.
Η Αρκαδία και η περιώνυμη φράση της, είναι ένα πραγματικό φαινόμενο. Καμία άλλη γη δεν έχει αφήσει το εκτύπωμά της τόσο βαθιά στην ιστορία, την φιλοσοφία και την τέχνη όσο η Αρκαδία. Το γιατί, είναι δύσκολο να απαντηθεί πλήρως. Ποιητές, ζωγράφοι, σαν τον Poussin και τους Προραφαηλίτες, μουσουργοί, περιηγητές, βασιλείς και πρίγκηπες, δεν θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τον καλλιτεχνικό ή αριστοκρατικό τίτλο που έφεραν, αν δεν εξερευνούσαν την Αρκαδία. Άνθρωποι όπως ο Μπάυρον και ο Θερβάντες θυσίασαν τη ζωή τους, την υγεία τους, εμπνευσμένοι από ένα και μόνο πάθος, το αρκαδικό ιδεώδες. Ένα ιδεώδες που έχει να κάνει με την αναπόληση της αθώας ζωής, του ποιμενικού παραδείσου, μια νοσταλγία για τις αγνές αξίες της φυσικής ζωής, για την παράδοση άνευ όρων στον κύκλιο χορό του χρόνου, έναν φόρο τιμής στο αρκαδικό μέτρο, που δεν επιτρέπει στα ανθρώπινα να επιβληθούν στη φύση. Σε όλους τους αιώνες έφτασαν εδώ από πολύ, πολύ μακριά, φωτισμένοι άνθρωποι για να κατανοήσουν αυτά τα μυστικά του Θεού. Για να βαπτιστούν μέσα σε αυτό το ιδεώδες. Θέλησαν να βρεθούν εδώ για να καταλάβουν το νόημα της ζωής έτσι όπως το ερμηνεύει τα μαγικά αυτά χώματα. Ήρθαν να μπουν μέσα σε αυτό το ρεύμα της δύναμης που κάνει την Αρκαδία έναν τόπο πέρα από τους τόπους, μια γη πέρα από τη γη. Η Αρκαδία όμως, όπως όλα τα θαύματα, δεν εξηγείται. Βιώνεται.

                          Et in Arcadia Ego, 1790/1800 JOHANN GEORG VON DILLIS